ὑπογίνηται

ὑπογίνηται
ὑπογίγνομαι
grow up after
pres subj mp 3rd sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπογίγνομαι — και ὑπογίνομαι Α γίνομαι μετά από κάτι, έρχομαι ως επακόλουθο (α. «ἵνα σφι γενεὴ ὑπογίνηται», Ηρόδ. β. «ὐπεγένετο φιλική τις διάθεσις», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”